24.9.14

WHY NOT LOVE REPETITION?


Fifteen minutes to midnight I enter La Llotja in Palma de Mallorca. It hosts the art fair “Zeno Brains and Oracle Stones” of Jan Fabre -curated by himself, Maurio Mauroner and Joan Carles Gomis– until December. Both the dreaming and awakening energy of the wide interior space keeps pace with what the versatile Belgian artist does, in relation to the spectrum of the modern philosophical thought. La Llotja, seen as a constellation of antiquity and modernity through Jan Fabre’s artwork, recaptures my thinking in between time after an exciting night stroll. And suddenly by pure serendipity from a mere stroller I become the so called flâneur. It is time the negative stereotype of the ordinary huge and unclassified past was subverted by being transformed into a positive archetype of rethinking and reviving time. Fabre’s modern and at once mythical snapshots made mostly by pure marble –de Carrara- but also, in a more complex way, by silicon, pigment and metal, call upon the Sisyphus myth, inhabit the past of mythologies and at once shape new dialectical relations with the present in terms of poetics and politics.

The world of art, shaped by fragmentary words or fragments that come from gestures of spoken expression, resets the proper simplicity in order to replace it in a code of symbols; in a code of ex natural units from time in a sequence. From now and on, we move ourselves into a multi disciplinary time of participatory dimensions. As a result, the performer that exposes the artwork, attempts to play with a unifying effort of demystification between art and nature, avant-garde and life patterns. If this attempt succeeds, the symbols of the functional reaction are delivered to the spectators or spectactors, as the performance wants its followers to be. In the chain of Fabre’s art, consequently, we become aware of this symbolical and intimate link between the human mind –the cranium- and the burden a turtle is obliged to carry day by day silently and slowly.

Thus, if the name of Sisyphus is a cultural byword for human and body compliance, the image of the turtle Fabre proposes before our eyes is the natural equivalent that best describes the same problem as emblem in the same way the latin “nomen” has been reviewed by its component “omen”. Every modern man has a burden to carry daily and this is not but the mind, that is, stereotyped deductions and conjectures. Jan Fabre transcribes Sisyphus myth to make the historical meaning of human compliance visible and so even stronger. In a cultural background, work and pain are considered all over the world as the public object of collective memory. And they are inseparable from emotion and gesture. Furthermore, the name of Sisyphus develops a parallel story between the Sacred and the profane; as the former sin -delivered by the myth of antiquity to us- has the modern absurd pinpoint for counterbalance according to the latter modern man lives to work and does not work to live. So, this chapter of the absurd has been examined by Fabre’s eye in order that the visitors of the exhibition in Palma de Mallorca extract a personal message emerging from the artist’s political-poetical material.

As Fabre’s artwork is at once material and ideational, but stays at a sober distance from the pop modern contours by keeping a solid discrete line, I leave the place satisfied. I am recaptured by Albert Camus writings on Sisyphus myth and possessed by a strong reconstructive feeling only art can provoke to its lovers: the modesty with which every modern man complies with the rules of repetition while being on duty, in various working environments, is at once his victory and forms part of his history. In this conclusive sense, every worker has been already a winner, each time the “martyrdom” is in process. As Albert Camus pointed out, “any destiny can be defeated with contempt”…In conclusion, past myths are valued through art in new living social circuits, shaping present experiences, whereas memory acts as the factor of intersecting information and feelings coming out of this material transaction and its following integration. Fabre gives back to us the earthy smell of art refined; blood in White.

14.9.14

LA SOLEDAD/ Miguel de Unamuno en griego




LA SOLEDAD

Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Η Μοναξιά γεννήθηκε από το θάνατο της μητέρας της. Ο Λεοπάρντι από καιρό ξεκαθάρισε ότι η γέννηση είναι κίνδυνος του θανάτου,

nasce l´uomo a fática

ed é rischio di morte il nascimento,

κίνδυνος θανάτου για τη ζωή που γεννιέται, κίνδυνος θανάτου για αυτήν που τη δίνει.

               Η φτωχή Προστασία, η μητέρα της Μοναξιάς, στα πέντε χρόνια γάμου, είχε κάνει μια ζωή σκοτεινή και σιωπηρά τραγική. Ο σύζυγός της ήταν αψυχολόγητος και φαινόταν αναίσθητος. Δεν ήξερε η φτωχή πώς παντρεύτηκε. Βρέθηκε στα δεσμά του γάμου με εκείνον τον άντρα σαν να ξύπνησε από όνειρο. Όλη της η εργένικη ζωή χανόταν στο πούσι μιας απόστασης, κι όταν την αναπολούσε, θυμόταν τον εαυτό της, ποια ήταν προτού παντρευτεί, όπως μία ξένη. Δεν μπορούσε να ξέρει αν ο άντρας της την ποθούσε ή την απεχθανόταν. Έμενε σπίτι μόνο για το φαΐ και τον ύπνο, για το ζωώδες της ζωής. Δούλευε έξω, μιλούσε έξω, το ‘ριχνε έξω. Ποτέ δεν απεύθυνε μια πιο ψηλή ή ξυνή κουβέντα στην φτωχή γυναίκα του. Ποτέ δεν αντάλλαξε λόγια μαζί της σε κάτι. Όταν εκείνη, η καημένη Προστασία τον ρωτούσε κάτι, συμβουλευόταν τη γνώμη του, έπαιρνε την ίδια απαράλλακτη απάντηση: «Εντάξει, λοιπόν, άσε με ήσυχο, όπως θες εσύ!». Κι αυτό το επίμονο «όπως θες εσύ!»  πλησίαζε την καρδιά της καημένης Προστασίας, μια καρδιά ασθενική, σαν κοφτερό μαχαίρι. «Όπως θες εσύ!- σκεφτόταν η δύστυχη-, δηλαδή, η θέλησή μου δεν αξίζει ούτε καν μια αψιμαχία». Κι ύστερα αυτό «άσε με ήσυχο», εκείνο το τρομερό «άσε με ήσυχο!» που δίνει πίκρα σε τόσα σπιτικά. Στης Προστασίας, που έπρεπε να είναι εστία προστασίας, τούτη η τρομερή και δυσοίωνη ειρήνη σκοτείνιαζε τα πάντα.

               Τον πρώτο χρόνο γάμου η Προστασία απόκτησε ένα γιο. Αλλά στο λυπημένο απροστάτευτο και σταχτόχρωμο σπιτικό λαχταρούσε μια κόρη. «Ένας γιος –σκεφτόταν- ένας άντρας! Οι άντρες πρέπει πάντα να δρουν εκτός σπιτιού!». Κι έτσι, όταν ξανάμεινε έγκυος, δεν ονειρευόταν παρά μόνο κορίτσι. Και θα έπρεπε να την πουν Μοναξιά. Η καημένη έπεσε στο κρεβάτι σοβαρά άρρωστη. Υπήρχαν στιγμές που η καρδιά της έσβηνε. Κατάλαβε πως θα ζούσε μόνο για να γεννήσει την κόρη της, μέχρι να την βάλει στο σκοτεινό σπιτικό. Φώναξε τον άντρα της και του είπε: «Κοίτα, Πέδρο, αν, όπως ελπίζω, είναι κορίτσι, θα την βγάλεις Μοναξιά, ναι;». «Καλά, εντάξει-απάντησε αυτός-, έχουμε καιρό να το σκεφτούμε» και σκεφτόταν πως εκείνη τη μέρα, με εκείνον τον τοκετό, θα έχανε στην παρτίδα ντόμινο. «Είναι που πεθαίνω, Πέδρο, και δε θα μπορώ να αντισταθώ σε αυτό», πρόσθεσε. «Ανησυχίες!», απάντησε αυτός. «Ας είναι-αποκρίθηκε η Προστασία-αλλά αν βγει κορίτσι, θα την πείτε Μοναξιά, ναι;». «Καλά, ναι, άσε με ήσυχο. Όπως θες εσύ!», κατέληξε αυτός.

               Και τον άφησε ήσυχο για πάντα. Αφότου γέννησε την κόρη της, είχε χρόνο μόνο για να πάρει είδηση ότι ήταν κορίτσι. Κι οι τελευταίες λέξεις της ήταν: «Μοναξιά, ε, Πέδρο; Μοναξιά!».

               Ο άντρας έμεινε αποσβολωμένος και συντετριμμένος, μήπως τι ήταν αυτός. Χήρος, στην ηλικία του, και με δυο μικρά παιδιά. Ποιος θα του πρόσεχε τώρα το σπίτι; Ποιος θα τα μεγάλωνε; Διότι μέχρι η μικρή να μεγάλωνε και να έπαιρνε τα κλειδιά και το νοικοκυριό στα χέρια της...Και πώς να ξαναπαντρευόταν! Όχι, δεν θα το ξανάκανε. Ήξερε πια τι ήταν να είσαι παντρεμένος, άμα το ‘ξερε νωρίτερα! Αυτό δεν θα του έλυνε τίποτα. Όχι, αμετάκλητα όχι, δεν θα ξαναπαντρευόταν.

Επενέβη να φέρουν τη Μοναξιά σε ένα χωριό και να τη μεγαλώσει έξω από το σπίτι. Δεν ήθελε ενοχλήσεις από πιτσιρίκια κι ασυναρτησίες νταντάδων. Ήδη είχε μπουχτίσει με τον άλλον, τον Πεδρίτο, τον τρίχρονο μπόμπιρα.

               Η Μοναξιά θυμόταν από τα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας της. Εκεί, στη μακρινή εποχή, οι τελευταίες αναμνήσεις της ήταν από εκείνο το ζοφερό και σταχτύ σπιτικό, με εκείνον τον ερμητικό πατέρα, εκείνον τον άντρα που έτρωγε μαζί της στο τραπέζι, και τη μια στιγμή τον έβλεπε να σηκώνεται και, την άλλη, να πηγαίνει για ύπνο. Κι εκείνα τα φιλιά από λήθαργο, εξ’ ανάγκης. Μόνη της συντροφιά ήταν ο Πεδρίτο, ο αδελφός της. Αλλά ο Πεδρίτο έπαιζε μαζί της με την πιο αυστηρή έννοια, δηλαδή, σαν να έπαιζε με μία κούκλα. Εκείνη, η Μοναξιά, η μοναχούλα, ήταν το παιχνίδι του. Κι ήταν όπως ο άντρας που έπρεπε να είναι ένα κτήνος. Επειδή είχε πιο δυνατές γροθιές, ήθελε πάντα να έχει δίκιο. «Εσείς, οι γυναίκες, δεν κάνετε για τίποτα! Αυτοί που διοικούν είναι οι άντρες!», μια φορά της είπε.

               Η Μοναξιά ήταν ένα πλάσμα εξαιρετικά δεκτικό, ένα πνεύμα ευαισθησίας. Συχνά οι γυναίκες έχουν αυτό το πνεύμα δεκτικότητας, που, καθώς δεν προκαλεί τίποτε, προεκτείνεται χωρίς κανείς να το πάρει είδηση. Αρχικά, η Μοναξιά εμφανίστηκε κλαμένη και πληγωμένη μπροστά στον πατέρα της, τη Σφίγγα, ζητώντας δικαιοσύνη. Αλλά ο άκαμπτος βαρώνος της απαντούσε ξερά: «Λοιπόν, καλά, άσε με ήσυχο! Ένα φιλί να σας δώσω και προσοχή μην επαναληφθεί!». Έτσι πίστευε πως το κανόνιζε, πετώντας από πάνω του την ενόχληση. Κι αυτό πήρε τέλος, επειδή η Μοναξιά δεν παραπονέθηκε ξανά στον πατέρα της για τις κτηνωδίες του αδελφού της, και υπέμεινε τα πάντα σιωπηλή, αφήνοντάς τον, εκείνον, στην ησυχία του και αποφεύγοντας τα εξευτελιστικά αδελφικά φιλιά.

               Πύκνωνε κι ολοένα σκοτείνιαζε η σταχτόχρωμη θλίψη στο σπιτικό τους. Ξεκουραζόταν μόνο στο κολέγιο, όπου ο πατέρας της την έγραψε με ημιδιατροφή, για να την έχει λιγότερο καιρό πάνω απ’ το κεφάλι του. Εκεί, στο κολέγιο, έμαθε πως όλες οι συμφοιτήτριές της είχαν ή έπρεπε να είχαν μητέρα. Και μια μέρα, την ώρα του φαγητού, τόλμησε να ενοχλήσει τον πατέρα της ρωτώντας τον: «Πες, μπαμπά, εγώ έχω μητέρα;». «Μα τι ερώτηση, - απάντησε ο άντρας-, όλοι έχουμε μητέρα. Γιατί ρωτάς;». «Και πού είναι η μητέρα μου, μπαμπά;», «πέθανε με το που γεννήθηκες», «α, τι κρίμα!», λύγισε η Μοναξιά. Και τότε ο πατέρας για μια στιγμή έσπασε την άξεστη φειδώ του στα λόγια, της είπε πως τη μητέρα της, την έλεγαν Προστασία και της έδειξε ένα πορτρέτο της μακαρίτισσας. «Τι όμορφη που ήταν!», αναφώνησε η μικρή. Κι ο πατέρας πρόσθεσε: «Ναι, αλλά όχι τόσο όσο εσύ!». Σε αυτήν την φιλοφρόνηση, που του ξέφυγε, έπεφτε σε μία από τις κενοδοξίες του. Πίστευε πως η κόρη του όφειλε σε εκείνον ότι ήταν πιο όμορφη από τη μητέρα. « Κι εσύ, Πεδρίτο- είπε η Μοναξιά στον αδελφό της- συγκινημένη από εκείνο το φευγαλέο ξάναμμα του σπιτικού-, τη θυμάσαι;», «πώς να τη θυμάμαι άμα ήμουν τριών όταν πέθανε!», «Εντάξει, εγώ στη θέση σου θα τη θυμόμουν», απάντησε η μικρή. «Βέβαια, οι γυναίκες είστε εξυπνότερες!», αναφώνησε το πολλά υποσχόμενο αντράκι. «Όχι, αλλά ξέρουμε να θυμόμαστε πιο καλά». «Καλά, καλά, μη λες ανοησίες κι άσε με ήσυχο». Και εκεί έληξε η κουβέντα εκείνης της αξιομνημόνευτης νύχτας που η Μοναξιά έμαθε πως είχε μητέρα.

               Και τη σκεφτόταν τόσο που σχεδόν τη θυμήθηκε. Αποίκησε τη μοναξιά της με μητρικά οράματα.

               Περνούσαν τα χρόνια, όλα ίδια, σταχτόχρωμα και λυπημένα σε εκείνο το κάταχνο σπιτικό. Ο πατέρας δεν γερνούσε κι ούτε μπορούσε να γεράσει. Την ίδια ώρα, καθημερινά, έκανε τις ίδιες ασχολίες, με μία μηχανική κανονικότητα. Κι ο αδελφός άρχισε να το ρίχνει έξω, το χωριό μιλούσε για αυτόν. Ώσπου εξαφανίστηκε, η Μοναξιά δεν γνώριζε πού. Έμειναν πατέρας και κόρη μόνοι, μόνοι και χωρισμένοι. Ζώντας, δηλαδή, με το να τρώνε και να κοιμούνται κάτω από την ίδια στέγη.

               Τελικά ήρθε μια μέρα που άνοιξαν οι ουρανοί στη Μοναξιά. Ένας νεαρός ιππότης που ως εκείνη τη στιγμή την έτρωγε με τα μάτια κάθε που την έβλεπε στο δρόμο, της έκανε πρόταση να τον πιάσει δοκιμαστικά φίλο. Η φτωχή Μοναξιά είδε να της ανοίγει η ζωή, και, παρά τις κάποιες αμφιβολίες της, που μάταια ήθελε να αποβάλει από πάνω της, τον δέχτηκε. Κι ήταν σαν άνοιξη.

               Η Μοναξιά άρχισε να ζει, ξαναγεννιόταν. Ανακάλυψε νόημα σε πολλά που ως τότε δεν είχαν καμία σημασία για κείνη. Άρχισε να κατανοεί πολλά από αυτά που είχε ακούσει από δασκάλες και συμφοιτήτριες στο κολέγιο, πολλά από αυτά που είχε διαβάσει. Όλα έδειχναν να τραγουδούν μέσα της. Όμως συγχρόνως ανακάλυψε όλη τη φρίκη του σπιτικού τους, κι ότι αν δεν ήταν η εικόνα, πάντα παρούσα μπροστά της, του αγαπητικού της, θα είχε ριζώσει εκεί σε εκείνον τον άντρα από γρανίτη.

               Ήταν αληθινή αποκάλυψη εκείνος ο αρραβώνας για τη φτωχή Μοναξιά. Κι ο πατέρας έδειχνε να μην είχε μάθει τίποτα ή να μην ήθελε να μάθει. Από την πλευρά του δεν υπήρξε η ελάχιστη αναφορά. Αν βγαίνοντας από το σπίτι, διασταυρωνόταν με τον αγαπητικό της κόρης του που πλησίαζε στην προσευχή, τις ώρες της χορταστικής ομιλίας, έκανε σαν να μην ήξερε. Η φτωχή Μοναξιά πάνω από μία φορά επεδίωξε να κάνει μια νύξη στον πατέρα της, την ώρα του φαγητού στο τραπέζι. Αλλά οι λέξεις της σκάλωναν στο στόμα προτού βγουν. Και σώπαινε, έμενε σιωπηλή.

               Άρχισε η Μοναξιά να διαβάζει στα βιβλία ότι ο αρραβωνιαστικός της, την απατούσε. Άρχισε, χάρη σε αυτόν, να γνωρίζει τον κόσμο. Κι εκείνος ο νέος δεν περνούσε για άντρας. Ήταν τρυφερός, χαρωπός, ανοιχτός, είρων, μέχρι που και της πήγαινε κόντρα, μερικές φορές. Για τον πατέρα της δεν του μίλησε ποτέ.

               Επρόκειτο για τη μύηση στη ζωή και σε ένα ονειρεμένο σπιτικό. Η Μοναξιά άρχισε έμπρακτα να ονειρεύεται πώς θα ήταν ένα σπίτι, να αντιλαμβάνεται πώς ήταν τα αληθινά σπίτια των φιλενάδων της. Κι αυτή η γνώση, αυτό το συναίσθημα μάλλον, μεγάλωσε, μέσα της, τη φρίκη για τη φωλιά, στην οποία ζούσε.

               Και ξαφνικά, μια μέρα, όταν δεν το περίμενε, ήρθε η κατάρρευση. Ο αρραβωνιαστικός της που έλειπε για ένα μήνα, της έστειλε ένα εκτενές γράμμα φίσκα στις τρυφερότητες, λέγοντάς της επιτηδευμένα και στριφογυρίζοντας, μέσα από χίλια κανακεύματα, ότι η σχέση τους δεν μπορούσε να συνεχίσει. Κι έκλεινε με αυτήν την τρομερή φράση: «Ίσως έρθει μια μέρα που ένας άλλος σε κάνει πιο ευτυχισμένη απ’ όσο εγώ». Η Μοναξιά ένιωσε ένα σκοτεινό κρύο να της τυλίγει την ψυχή κι όλη την κτηνωδία, την ανείπωτη κτηνωδία του άντρα, δηλαδή, του βαρώνου, του αρσενικού. Αλλά υπέμεινε σιωπηλή με τα στεγνά μάτια της τον εξευτελισμό και τον πόνο της. Δεν ήθελε να φανεί αδύναμη μπροστά στον πατέρα της, μπροστά στη σφίγγα.

               Γιατί; Γιατί την παράτησε ο αρραβωνιαστικός της; Επειδή κουράστηκε; Γιατί; Επειδή μπορεί ένας άντρας να κουραστεί να αγαπά; Είναι δυνατόν να κουραστείς από την αγάπη; Όχι, είναι επειδή ποτέ δεν την αγάπησε. Κι αυτή, η φτωχή Μοναξιά, διψασμένη για αγάπη από τη γέννησή της, κατάλαβε πως δεν την αγάπησε ποτέ εκείνος ο άλλος άντρας. Και βυθίστηκε στον εαυτό της, βρίσκοντας καταφύγιο στη λατρεία της μητέρας της, στη λατρεία της Παρθένου. Και δεν έκλαψε, διότι ο πόνος της δεν ήταν από δάκρυα. Ήταν ένας πόνος ξερός και καυτός.

               Μία μέρα, την ώρα του φαγητού, ο πατήρ σφίγγα άνοιξε το στόμα για να πει: «Τι! Καθώς φαίνεται, τέλειωσε πια αυτό!». Κι η Μοναξιά ένιωσε να της περνούν στην καρδιά ένα παγερό σπαθί. Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, αποσύρθηκε στο δωμάτιό της κι αναφωνάζοντας «μητέρα μου» ξέσπασε σε σπασμωδικούς λυγμούς. Κι έκτοτε ο κόσμος, την βρίσκει στο κενό.

               Ώσπου πέρασαν δυο χρόνια κι ένα πρωί βρήκαν τον πατέρα, δον Πέδρο, νεκρό στο κρεβάτι του. Η καρδιά του είχε σταματήσει. Κι η κόρη του, μόνη πια στον κόσμο, δεν τον έκλαψε.

               Έμεινε μόνη η Μοναξιά, εντελώς μόνη. Και για να μεγαλώσει η μοναξιά της, πούλησε τέσσερα οικόπεδα που της άφησε ο πατέρας της, έκανε μια μικρούτσικη περιουσία και πήγε να ζήσει μακριά, πολύ μακριά, εκεί που κανείς δεν τη γνώριζε και δεν γνώριζε κανένα.

               Κι αυτή είναι εκείνη η Μοναξιά, σήμερα πια σχεδόν αρχαία, αυτή η απλή κι ευγενής μικρή γυναίκα που βλέπετε κάθε απόγευμα να λιάζεται στις όχθες του ποταμού, αυτή η μικρή μυστηριώδης γυναίκα που κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε κι από πού είναι. Εκείνη είναι η φιλεύσπλαχνη μοναχή που σιωπηλά προσφέρει τη βοήθεια που ξέρει, στους πέρα τόπους, και μπορεί να σώζει ζωές. Εκείνη είναι η καλή μικρή γυναίκα, της οποίας, καμιά φορά, ξεφεύγει κάποιο από εκείνα τα πικρά λόγια, καταδότες της σκληροτράχηλης θλίψης.     

               Κανείς δεν ήξερε την ιστορία της κι έφτασαν να προπαγανδίζουν το μύθο μιας τρομερής τραγωδίας για κείνη. Όμως, καθώς βλέπετε, δεν υπάρχει στη ζωή της τραγωδία αναπαραστάσιμη αλλά στο μέγιστο αυτή η τραγωδία αποβαίνει χυδαία, μη αναπαραστάσιμη, νοερή, ενώ καταστρέφει τόσες ανθρώπινες ζωές: η τραγωδία της μοναξιάς.

               Μόνο έχει μείνει στην ιστορία, δεν πάνε πολλά χρόνια, ότι ένας γερασμένος άντρας, πρώιμα εξασθενημένος, αναζητούσε τη Μοναξιά, κυρτός λες κι από το βάρος των ελαττωμάτων, και σύντομα ξεψύχησε στο σπίτι της μικρής γυναίκας. «Ήταν ο αδελφός μου!». Ήταν το μόνο που την άκουσαν να λέει.

               Και τώρα καταλαβαίνετε τι είναι η μοναξιά στην ψυχή της γυναίκας και της γυναίκας που διψά για στοργή και πεινά για σπιτικό; Ο άντρας στις κοινωνίες μας έχει χωράφια για να ξεκουράσει τη μοναξιά του. Αλλά μια γυναίκα που δεν επιθυμεί να κλειστεί σε μοναστήρι, τι πρέπει να κάνει μόνη μεταξύ μας;

               Εκείνη η φτωχή μικρή γυναίκα που βλέπετε να περιπλανιέται στις όχθες του ποταμού, άσκοπα κι ελεύθερα, έχει νιώσει όλη την τεράστια κτηνωδία του ζωώδους εγωισμού του άντρα. Τι σκέφτεται; Για ποιο λόγο ζει; Ποια μακρινή ελπίδα την κρατά στη ζωή;

               Έχω υφάνει σχέση, δε λέω φιλία, με τη Μοναξιά κι έχω πασχίσει να της εκμαιεύσω το απόλυτο συναίσθημα ζωής και πεπρωμένου, αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε φιλοσοφία της. Μέχρι σήμερα έχω καταφέρει λίγα ή τίποτα, αλλά ελπίζω να το πετύχω. Αυτό που έχω καταφέρει είναι να γνωρίσω την ιστορία της, αυτή που μόλις σας διηγήθηκα. Πέραν αυτού δεν έχω διαβάσει παρά στοχασμούς που βρίθουν από καλή λογική μεν, από ψυχρή καλή λογική πλησίον του ποταπού δε. 

Είναι γυναίκα απίστευτου βιβλιοπολιτισμού, καθώς έχει διαβάσει πολύ και είναι οξυδερκής. Αλλά κυρίως είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις χοντράδες και τις κτηνωδίες κάθε τάξης. Έτσι ζει, μοναχή και σε απόσταση, για να μην υποφέρει τις σπρωξιές της ανθρώπινης κτηνωδίας.   

               Για μας, τους άντρες, έχει μία ασυνήθιστη ιδέα. Όταν της έφερα τη συζήτηση στους άντρες, περιορίστηκε να πει: «οι καημενούληδες!». Φαίνεται πως μας συμπονεί όπως θα έκανε κάποιος με ένα καβούρι. Μου υποσχέθηκε μια φορά να μου μιλήσει για τους άντρες και το μεγάλο, το μέγιστο, το ανώτατο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ άντρα και γυναίκας. «Όχι της σεξουαλικής σχέσης-μου είπε-, ναι;, να με καταλάβετε καλά, αλλά της γενικής σχέσης ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, εξίσου είτε είναι μητέρα και γιος, κόρη και πατέρας, αδελφή κι αδελφός, φίλη και φίλος, αναφορικά σαν να ήταν σύζυγος και γυναίκα, αρραβωνιαστικός κι αρραβωνιαστικιά ή εραστές. Το σπουδαίο, το κεφαλαιώδες, είναι η γενική σχέση, πώς ένας άντρας πρέπει να νιώθει μία γυναίκα, είτε μητέρα του, κόρη, αδελφή ή αγαπημένη του, και πώς μια γυναίκα πρέπει να νιώθει έναν άντρα, είτε πατέρα της, γιο, σύζυγο ή εραστή της.». Και περιμένω τη μέρα που η Μοναξιά θα μου μιλήσει για αυτό.          

               Μια φορά μιλήσαμε για την αφθονία ερωτικών βιβλίων με τα οποία τώρα μας έχουν πλημμυρίσει, διότι με την καλή Μοναξιά μπορούμε να μιλάμε για όλα προσέχοντας μην την πληγώσουμε. Όταν της άνοιξα αυτή τη συζήτηση, με κοίταξε ανακριτικά με τα μεγάλα καθαρά μάτια της, μάτια αιώνια παιδικά, και με ένα αχνό χαμόγελο στο στόμα, με ρώτησε: «πείτε, θα φάτε; Δεν είναι έτσι;», «εννοείται θα φάω!», απάντησα έκπληκτος από την ερώτηση. «Τότε, καλά, αν εσάς, που τρώτε, θα σας εξέπληττε να διαβάζετε ένα βιβλίο μαγειρικής, κι αν εγώ μπορούσα να διατάξω, θα σας έστελνα στην κουζίνα να πλύνετε τις κατσαρόλες». Και δεν είπε παραπάνω.     

                 

Μετάφραση Αντιγόνη Κατσαδήμα

Traducción Antígona Katsadima

 

Miguel de Unamuno, El espejo de la muerte, biblioteca Unamuno, Alianza Editorial, Madrid 2009, p. 86-95.
 

11.9.14

José Angel Valente en griego (2)


 José Angel Valente, Antología Poética, Alianza editorial, Madrid 2014, p. 90-91

 

Tierra de nadie

 

La ciudad se ponía

amarilla y cansada

como un buey triste.

                                     Entraba

la niebla lentamente

por los largos pasillos.

 

Pequeña ciudad sórdida, perdida,

municipal, oscura.

                                   No sabíamos

a qué carta poner

la vida

para no volver siempre

sin nada entre las manos

como buceadores del vacío.

 

Palabras incompletas o imposibles

Signos.

              Adolescentes en el orden

reverencial de las familias.

 

Y los muertos solemnes.

                                             Lunes,

domingo, lunes.

                              Ríos

de soledad.

                      Pasaban largos trenes

sin destino.

                      Y bajaba la niebla

lamiendo los desmontes

y oscureciendo el frío.

Por los largos pasillos me perdiera

del recinto infantil ahora desnudo,

cercenado, tapiado por la ausencia.  

 

Χώρα κανενός 

 
Η πόλη

κιτρίνιζε και πτοούταν

σαν ένα λυπημένο βόδι.

                                            Ερχόταν

η ομίχλη βραδύνους

απ’ τις απέραντες στοές.

 

Μικρή πόλη, μίζερη, χαμένη,

του δήμου, σκοτεινή.

                                        Δεν ξέραμε

σε ποιο γράμμα να βάλουμε

τη ζωή

για να μη γυρίζουμε πάντα

με άδεια χέρια

σαν να ψηλαφούμε το κενό.

 

Λέξεις ατελείς ή αδύνατα

σημεία.

               Έφηβοι στη σεβάσμια

τάξη των οικογενειών.

 

Και οι νεκροί μεγαλειώδεις.

                                                    Δευτέρα,

κυριακή, δευτέρα.

                                   Ποτάμια

μοναξιάς.

                   Περνούσαν σειρές τρένα

χωρίς προορισμό.

                                 Κι έπεφτε η ομίχλη  

γλείφοντας τις αποψιλώσεις

κι ενώ σουρούπωνε το κρύο.

Στις απέραντες στοές θα χανόμουν

απ’ τον παιδικό περίβολο πλέον γυμνός,

ξεκομμένος, κατάμεστος της απουσίας.

 

Traducción Antígona Katsadima

  

9.9.14

José Angel Valente en griego



José Angel Valente, Antología Poética, Alianza editorial, Madrid 2014, p. 66

Entrada al sentido
La soledad.
El miedo.
Hay un lugar
vacío, hay una estancia
que no tiene salida.
Hay una espera
ciega entre dos latidos,
entre dos oleadas
de vida hay una espera
en que todos los puentes
pueden haber volado.
Entre el ojo y la forma
hay un abismo
en el que puede hundirse la mirada.
Entre la voluntad y el acto caben
océanos de sueño.
Entre mi ser y mi destino, un muro:
la imposibilidad feroz de lo posible.

Y en tanta soledad, un brazo armado
que amaga un golpe y no lo inflige nunca.
En un lugar, en una estancia-¿dónde?,
¿sitiados por quién?

El alma pende de sí misma sólo,
del miedo, del peligro, del presagio.

Είσοδος στο λογικό  

Η μοναξιά.
Ο φόβος.
Υπάρχει ένας τόπος
κενός, υπάρχει μια διαμονή
που δεν έχει έξοδο.
Υπάρχει μία αναμονή
τυφλή μεταξύ δύο παλμών,
μεταξύ δυο πελώριων κυμάτων
ζωής υπάρχει μία αναμονή
όπου όλα τα γιοφύρια
μπορούν να κάνουν φτερά.
Μεταξύ ματιού και φόρμας
υπάρχει μια άβυσσος
όπου μπορεί να βυθιστεί η ματιά.
Μεταξύ βούλησης και πράξης
στον ωκεανό το όνειρο αρμενίζει.
Μεταξύ του είναι και του γραπτού μου, ένα τείχος:
η άγρια αδυνατότητα του δυνατού.

Και σε τόση μοναξιά, ένα οπλισμένο μπράτσο     
που απειλεί ένα χτύπημα και ποτέ δεν το καταρρίπτει.
Σε έναν τόπο, σε μια διαμονή- πού;
πολιορκημένοι από ποιον;

Η ψυχή κρέμεται από τον εαυτό της μόνο,
από τον φόβο, τον κίνδυνο, τον οιωνό.



 traducción Antígona Katsadima
 

8.9.14

Hasta el olvido de las imágenes...el caso de Guillermo Rubí


 
Fue Baudrillard quien escribió sobre la teoría de las simulaciones, según la cual hay que relacionar las imágenes con símbolos, es decir, atribuirles una historia ampliamente cultural, cuyo contenido nos permite a lo mejor llegar al fondo de un discurso sobre el modo contemporáneo de ver-mirar algo y analizarlo luego en cuanto a los sentimientos que albergamos. Las obras de Guillermo Rubí, sin embargo, no tienen que ver solamente con el modo de reconocer nuestros sentimientos a través de la mirada. Hay que observar para que miremos y veamos una imagen a la vez, lo que significa reconocer lo real y irreal, extremos de la misma situación en la que estamos sometidos. La ruptura de la imagen completa es un hecho. Porque sin vacíos o cuestiones en el aire una imagen no nos atrae más, en esta época de la informática, dentro de la cual el ruido de las noticias exageradas es enorme y además el mundo cambia a demasiada velocidad. Debido a la vida cotidiana y contemporánea, los ojos no se detienen a mirar aunque no vean en verdad lo que hay frente al espejo. Es que no hay espejos, cuestiones que piden respuestas, sino un tiovivo de cosas de poca importancia que nos rodean. Entonces, hay que ver otra vez, hay que dilatar la mirada hacia lo perdido, lo real en un sentido figurativo, en el ambiente figurado. Contra los símbolos de superhéroes sino utilizando chispas de su lenguaje como títulos apropiados de un aire en parte provocativo, Rubí se acerca al mundo de las imágenes con ahínco, intentando a dar un aspecto colectivo a su pensamiento solitario. Mientras enciende la luz para que entremos en su espacio, igual que se tratase de una acción natural, hay que apartar la mirada de las imágenes buenas-persuasivas y limitarse a un modo de ver-mirar más perspicaz, donde la memoria asume un papel importante. De hecho, se personaliza lo que hay detrás del símbolo y se renace a través de la importancia que le damos. Los sentidos son los mejores guías en el ambiente artístico puesto que sabemos como despertarnos de la vida cotidiana, es decir, observar nosotros mismos bajo circunstancias distintas y por eso tan interesantes para también editar nuestra propia historia. 

 
Antígona Katsadima           

más:
 galería Pelaires 

3.9.14

Augusto Monterroso en griego


Ο Λεοπόλδος (τα έργα του).

Αυτάρεσκα, με περηφάνια σχεδόν, ο Λεοπόλδος Ραλόν έσπρωξε την περιστρεφόμενη πόρτα και για νιοστή φορά πραγματοποίησε τη θριαμβευτική είσοδό του στη βιβλιοθήκη. Διέσχισε τα τραπέζια με μια πρόχειρη ματιά, αόριστα και κουρασμένα, αναζητώντας ένα άνετο και ήσυχο μέρος. Χαιρέτησε δυο τρεις γνωστούς με τη συνήθη υποτονική έκφραση, «καλά λοιπόν, να ‘μαστε πάλι στη δουλειά», και προχώρησε αβίαστα, σίγουρος για τον εαυτό του, ανοίγοντας βήμα εν μέσω των επαναληπτικών «με την άδειά σας, με την άδειά σας», που τα χείλη του δεν πρόφεραν, όμως εύκολα τα μάντευες από την αγαπητή και πράα του έκφραση. Είχε την τύχη να βρει το αγαπημένο του μέρος. Του άρεσε να κάθεται μπροστά στην πόρτα του δρόμου, πράγμα που του έδινε την ευκαιρία να ξεκουράζεται από τις επίπονες έρευνες κάθε φορά που έμπαινε ένας άνθρωπος. Αν ήταν γένους θηλυκού, ο Λεοπόλδος άφηνε στιγμιαία το βιβλίο κι αφοσοιωνόταν να την παρατηρεί διερευνητικά ως συνήθως, με μια ματιά ολόλαμπρη που προξενεί η άγρυπνη εξυπνάδα. Του Λεοπόλδου, τα καλοσχηματισμένα σώματα του άρεσαν. Αλλά δεν ήταν αυτό το κύριο κίνητρο της παρατήρησής του. Τον παρακινούσαν λογοτεχνικοί λόγοι. Είναι καλό να διαβάζουμε πολύ, να μελετούμε στα σοβαρά, έλεγε συχνά: αλλά για ένα συγγραφέα είναι πιο χρήσιμο να παρατηρεί τους ανθρώπους από το να διαβάζει τα καλύτερα βιβλία. Πάει χαμένος ο συγγραφέας που το ξεχνά αυτό. Η καντίνα, ο δρόμος, τα δημόσια γραφεία ξεχειλίζουν από λογοτεχνικά κίνητρα. Θα μπορούσε, λόγου χάρη, να γραφτεί ένα διήγημα για τον τρόπο με τον οποίο μερικοί φτάνουν σε μια βιβλιοθήκη, ή ζητούν ένα βιβλίο, ή για το πώς κάθονται μερικές γυναίκες. Ήταν πεπεισμένος πως μπορούσε να γράψει ένα διήγημα για το ο,τιδήποτε. Είχε ανακαλύψει (και κρατήσει συγκεκριμένες σημειώσεις για αυτό) πως τα καλύτερα διηγήματα, ακόμη και τα καλύτερα μυθιστορήματα, βασίζονται σε πράγματα ασήμαντα, σε καθημερινά συμβάντα άνευ προφανούς σημασίας. Το ύφος, βασική χάρη για να ξεχωρίσουν οι λεπτομέρειες, ήταν το παν. Το έργο ήταν ανώτερο του υλικού του. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως ο καλύτερος συγγραφέας ήταν αυτός που από ένα τίποτα έφτιαχνε ένα αριστούργημα, ένα αντικείμενο αιώνιας τέχνης. «Ο συγγραφέας- είπε ένα βράδυ στο καφέ- που πιο πολύ μοιάζει στο θεό, ο μέγιστος δημιουργός, είναι ο δον Χουάν Βαλέρα: δεν λέει απολύτως τίποτα. Από αυτό το τίποτα έχει βγάλει μια δωδεκάδα βιβλία». Το είχε πει τυχαία, σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί. Αλλά αυτή η φράση έκανε τους φίλους του να γελάσουν, και επιβεβαίωσε δι’ αυτής τη φήμη ευφυίας του. Από την πλευρά του, ο Λεοπόλδος κράτησε σημειώσεις από εκείνες τις αξιομνημόνευτες λέξεις και καρτερούσε την ευκαιρία να τις χρησιμοποιήσει σε ένα διήγημα.

Άφησε τα χαρτιά του πάνω στο τραπέζι. Άπαξ και βεβαιώθηκε πως κανείς δεν θα τολμούσε να υφαρπάξει τα δικαιώματά του, σηκώθηκε και κατεύθυνε τα βήματά του προς την βιβλιοθηκάριο. Πήρε ένα εισιτήριο. Έβγαλε κομψά από την τσέπη την μονάκριβη πένα του και με την καλύτερη γραφή του, προσεχτικά κι αργά, έγραψε: Ε-42-326. Katz, David. Ζώα και άνθρωποι, Λεοπόλδος Ραλόν. Φοιτητής. 32 ετών.

Από τα οχτώ αφαιρούσε δυο. Από τα οχτώ ήδη δεν ήταν φοιτητής.

Λίγο αργότερα ο Λεοπόλδος καθιστός και πάλι κρατώντας το βιβλίο ανοιχτό με το δείχτη,  έψαχνε το σχετικό κεφάλαιο για τους σκύλους. Διάφορες λευκές κόλλες χαρτιού και η πένα περίμεναν με ανυπομονησία πάνω στο τραπέζι τη στιγμή που θα καταγραφόταν οποιοδήποτε στοιχείο ενδιαφέρον.

Ο Λεοπόλδος ήταν ένας συγγραφέας σχολαστικός, αδυσώπητος με την πάρτη του. Από τα δεκαεπτά του είχε παραχωρήσει όλον τον καιρό του στα γράμματα. Όλη τη μέρα, το μυαλό του ήταν μονίμως στη λογοτεχνία. Το πνεύμα του εργαζόταν σφοδρά και ποτέ δεν παραδόθηκε ηττημένο στον ύπνο πριν από τις δέκα και μισή. Ωστόσο, ο Λεοπόλδος υπέφερε από ένα ελάττωμα: δεν του άρεσε να γράφει. Διάβαζε, κρατούσε σημειώσεις, παρατηρούσε, έδινε το παρόν σε διαλέξεις, σχολίαζε με δριμύτητα τα αξιοθρήνητα ισπανικά των εφημερίδων, έλυνε απαιτητικά σταυρόλεξα ως διανοητική άσκηση (ή κι ως ανάπαυλα). Είχε μόνο φίλους συγγραφείς, σκεπτόταν, μιλούσε, έτρωγε και κοιμόταν ως συγγραφέας. Αλλά τον άρπαζε ένας βαθύς τρόμος όταν επιχειρούσε να πιάσει την πένα. Παρόλο που ο πιο σταθερός ευσεβής πόθος του συνίστατο να γίνει διάσημος συγγραφέας, η στιγμή της επίτευξης καθυστερούσε με τις κλασικές δικαιολογίες, ήτοι: πρώτα πρέπει να ζει κανείς, προηγουμένως χρειάζεται να έχει διαβάσει τα πάντα, ο Θερβάντες έγραψε τον δον Κιχώτη σε προχωρημένη ηλικία, χωρίς βιώματα καλλιτέχνης δεν υπάρχει, και άλλες περί ύφους. Μέχρι τα δεκαεπτά δεν είχε αναλογιστεί να γίνει δημιουργός. Η κλίση του, του ήρθε μάλλον από έξω. Τον υποχρέωσαν οι περιστάσεις. Ο Λεοπόλδος ξαναθυμόταν πώς είχε γίνει και σκέφτηκε μέχρι ότι μπορούσε να γράψει ένα διήγημα. Για μερικές στιγμές η προσοχή του αφαιρέθηκε από το βιβλίο του Κατς.

Ζούσε τότε σε μια πανσιόν. Ήταν δευτεροετής, ερωτευμένος με τον κινηματογράφο και την κόρη της ιδιοκτήτριάς του. Στο σύζυγό της έλεγαν «ο νομικάριος», επειδή για ένα εξάμηνο σπούδασε στη Νομική. Αυτός ο λόγος –ήδη ισχυρός-, συν ότι οι υπόλοιποι οικότροφοι ήταν ένας γιατρός, ένας μηχανικός, ένας φοιτητής νομικής κι ένας στρατιώτης ιππικού που διάβαζε όλη την ώρα ποίηση του Χουάν δε Διός Πέσα, είχαν ως αντίκτυπο ότι ο Λεοπόλδος εξαρχής αισθανόταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα ιδιαιτέρως πνευματική.

Εδώ ο Λεοπόλδος δεν μπόρεσε να αποφύγει ένα χαμόγελο. Σκεφτόταν ένα διήγημα πάνω στην πρώτη του παρόρμηση να μετατραπεί σε συγγραφέας (που θα επιχειρούσε για δεύτερη φορά). Αλλά η ανάμνηση του γιατρού παρέκαμψε τις σκέψεις του. Αναμφίβολα, επρόκειτο για άλλο ένα καλό θέμα.

«Ο Ρ. Φ., ο γιατρός, είχε τελειώσει τις σπουδές του εννιά χρόνια τώρα. Αλλά εξακολουθούσε να είναι οικότροφος, σίγουρα επειδή στην προοπτική να γίνει επαγγελματίας, θεώρησε ότι υπήρχε ένας σωρός στο κτίριο, με πλήθος πιθανοτήτων να αρρωστήσουν, ώστε το κυνήγι πελατείας βγαίνοντας στο δρόμο θα ήταν καθαρή επιπολαιότητα. Έτσι, παρόλη τη φιλία που έλεγε ότι έτρεφε για όλους, δωρεάν δεν παρείχε καμία υπηρεσία. Όπως και να ‘χει, να δείχνεις ότι δεν σου κάνει κέφι και να είσαι εξιλεωμένος, ανέκαθεν πιάνονταν χέρι-χέρι. Να παραπονιέσαι για την κούραση και να τεντώνεις το αυτί στα πνευμόνια ήταν σαν αδέλφια. Να δείχνεις την κούραση και να είσαι υπό την επήρεια της ένεσής της κατέληγαν να είναι ένα και το αυτό. Και το καλό ήταν πως το να μην παραπονιέσαι, δεν χρησίμευε σε τίποτε, οπότε είχε για σλόγκαν ότι τέλεια υγεία δεν υπάρχει και το να νιώθεις καθ’ όλα υγιής είναι χειρότερο από μια γνωστή και, ως εκ τούτου, ελέγξιμη αρρώστια. Και, εν τέλει, το κοιμητήριο ήταν γεμάτο από εύπιστους».

Ο Λεοπόλδος κράτησε μερικές σημειώσεις κι έγραψε στο βιβλιαράκι του: «Να συμβουλευτώ αν ένα διήγημα για ένα γιατρό δεν έχει ομοίως γραφτεί. Στην αρνητική περίπτωση, να σκεφτώ γύρω από το θέμα και να το περιεργαστώ από αύριο κιόλας».

Μπορούσε στην εισαγωγή να γελοιοποιήσει το μίσος που έτρεφε ο γιατρός για τη χειρουργική και μετά να μπει πλήρως στο θέμα, τη στιγμή που η ιδιοκτήτριά του δήλωσε πως είχε σκωληκοειδήτιδα κι έπρεπε να χειρουργηθεί και στην επακόλουθη-ακούγοντάς το-έκρηξη οργής του γιατρού. Νέα σημείωση του Λεοπόλδου: «Οχτώ μέρες πέρασαν χωρίς να της απευθύνει το λόγο, αφότου δήλωσε ότι θα έφευγε από το σπίτι, αν αυτή πραγματοποιούσε παρόμοια ηλιθιότητα». Μια σημείωση επιπλέον: «Χειριζόμενος με ειρωνεία το γεγονός ότι, όταν η κυρία, σε πείσμα όλων, χειρουργήθηκε, αυτός δεν εκπλήρωσε την απειλή του, αλλά αντίθετα, όταν εκείνη γύρισε, επιχείρησε να την πείσει ότι η πληγή δεν θα αργούσε ξανά να ανοίξει, πράγμα που καθιστούσε απαραίτητη την παρουσία του, διότι ποτέ δεν μπορεί κανείς να ξέρει...Ιδού μια γεύση από το διάλογο:

 »- Όχι, κυρία, καταλάβετέ το. Η πληγή είναι χειρότερη από την αρρώστια. Ο πιο καίριος τρόπος να σκοτώσεις κάποιον συνίσταται να του προκαλέσεις μια πληγή στην κοιλιά. Αυτό το καταλαβαίνει μέχρι κι ένα παιδί.

»- Αλλά ήδη, ναι, νιώθω καλύτερα. Και ποτέ δεν ήμουν καλύτερα από ότι τώρα.

»- Κυρία, μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε. Όμως καθήκον μου είναι να σας φροντίσω, να αποτρέψω ένα μοιραίο τέλος».

            Ήσυχος μπροστά στην προοπτική να ξεδιπλώσει αυτό το θαύμα, ο Λεοπόλδος άνοιξε το βιβλίο του Κατς κι έψαξε ήρεμα το ανάλογο κεφάλαιο για τα έντομα των σκύλων. Πρώτα, παρακινημένος από την ασύνειδη επιθυμία να μην έρθει κατά μέτωπο με το πρόβλημά του περί στιγμής, σταμάτησε στις υπαινικτικές σελίδες για το πώς τσιμπούν οι κότες. Ήταν περίεργος. Η μια τσιμπούσε την άλλη, η άλλη την επόμενη, η επόμενη την παρεπόμενη, σε μια διαδοχή που κατέληγε μόνο σε κούραση ή πλήξη. Ο Λεοπόλδος, λυπημένος, συσχέτισε αυτό το οδυνηρό γεγονός με τα αλυσιδωτά μη αμοιβαία τσιμπήματα που παρατηρούσε στην ανθρώπινη κοινωνία. Μεμιάς διέκρινε τις πιθανότητες που παρείχε μια παρατήρηση αυτής της φύσης για να γράψει ένα σατιρικό διήγημα. Κράτησε σημειώσεις. Ο πρόεδρος από μια οποιαδήποτε διαπραγμάτευση φωνάζει το διευθυντή να έρθει και τον επικρίνει για την επιείκειά του, την ίδια στιγμή που δείχνει με θυμό μία γραφική παράσταση καθόδου.

»-Καταλαβαίνετε καλύτερα από εμένα πως αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, το εμπόριο θα πιάσει πάτο. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα αναγκαστώ να προτείνω ως κατάλληλη λύση στην επόμενη συνάθροιση μετόχων να ψάξουμε έναν πιο επιδέξιο διευθυντή.          

»Ο διευθυντής, αφνιδιασμένος από το τσίμπημα, θέλει να πει κάτι αλλά το αφεντικό του ήδη δίνει διάλεξη και στη στενογραφία επικεντρώνει πάλι τα λόγια του: «η διαπιστωμένη ευημερία στην διαπραγμάτευσή μας το τελευταίο τρίμηνο με υποχρεώνει να σκεφτώ ότι η απειλή περί ρήξης προκύπτει μάλλον από ένα φυσικό φόβο εκ μέρους σας, από μια ασύμβατη σκοπιά. Το γεγονός ότι οι πωλήσεις έπεσαν τις τελευταίες ημέρες υπακούει σε ένα απλό φαινόμενο που μελετήθηκε από τον Άνταμ Σμιθ ήδη και έγκειται στη μεταβλητότητα προσφοράς και ζήτησης. Όταν η αγορά κορεστεί...».

»Ο διευθυντής καλεί οπότε τον προϊστάμενο πωλήσεων:

»Εσείς πρέπει να καταλάβετε καλύτερα από μένα ότι αν τα πράγματα συνεχίσουν, κ.λ.π., θα αναγκαστώ, κ.λ.π., για κατάλληλη λύση, κ.λ.π.

»Το τσίμπημα επιφέρει αντιδράσεις στον προϊστάμενο διεύθυνσης της κύριας κότας σε πώληση:

»Αν την επόμενη εβδομάδα οι πωλήσεις δεν ανέβουν 20%, πολύ φοβούμαι ότι εσείς, κ.λ.π.

»Με λίγα φτερά λιγότερα, η βασική κότα σε πώληση τσιμπά την πιο κοντινή της κατώτερη, που θα τσιμπήσει το ταίρι της, που θα τσιμπήσει τη μητέρα του, που...»

Εν τέλει, συμπέρανε ο Λεοπόλδος, θα μπορούσε να γράψει ένα καλό διήγημα με αυτό το θέμα για κίνητρο. Η συγκριτική ψυχολογία ήταν κάτι που κάθε συγγραφέας έπρεπε να ξέρει. Σημείωσε ότι χρειαζόταν να κρατήσει μερικές σημειώσεις κι έγραψε στο σημειωματάριό του: «Διήγημα τσιμπημάτων. Επίσκεψη σε δυο τρεις μεγάλες αποθήκες. Να παρατηρήσω. Να κρατήσω σημειώσεις, ει δυνατόν, να μιλήσω με το διευθυντή. Διείσδυση στην ψυχολογία του και αντιπαραβολή της με την αντίστοιχη μιας κότας».

            Μέχρι τώρα, προτού φτάσει στο κεφάλαιο των σκύλων, ο Λεοπόλδος κοίταξε επίμονα μια κοπέλα που έμπαινε. Τώρα ναι. Εδώ ήταν το κεφάλαιο. Θα μετέφερε βέβαια στο βιβλιαράκι του κάθε χρήσιμο στοιχείο. Τα γαλανά κουρασμένα μάτια του, που με τις βαθιές σακούλες τους του πρόσθεταν ένα ολοφάνερα πνευματικό προφίλ, διέτρεχαν μεθοδικά τις σελίδες. Πότε πότε σταματούσε, με μία οξυδερκή έκφραση θριάμβου, για να γράψει μερικές λέξεις. Τότε ακουγόταν το γρατζούνισμα της πένας σε όλη την αίθουσα. Το χέρι του, με προσοχή, καλυμμένο από λεπτό χνούδι, που αποκάλυπτε ένα σφριγηλό κι ανθεκτικό χαρακτήρα, χάραζε τα σύμβολα με σταθερότητα κι αποφασιστικά. Προφανώς ο Λεοπόλδος λάτρευε την παράταση αυτής της ευχαρίστησης.

            Έγραφε ένα διήγημα για ένα σκύλο, ούτε λίγο ούτε πολύ, εδώ κι επτά χρόνια. Συγγραφέας ευσυνείδητος, η επιθυμία για την τελειότητα τον είχε κάνει να εξαντλήσει σχεδόν την υπάρχουσα λογοτεχνία γύρω από αυτά τα ζώα. Στην πραγματικότητα, η πλοκή ήταν πολύ απλή, πολύ της αρεσκείας του. Ένας μικρός σκύλος της πόλης ξαφνικά μεταφερόταν στην εξοχή. Εκεί, εξαιτίας μιας σειράς γεγονότων που ο Λεοπόλδος ήδη είχε ξεκάθαρα στο κεφάλι του, το κακόμοιρο κτήνος του άστεως βρισκόταν στην καταραμένη ανάγκη να αντιμετωπίσει έναν ακανθόχοιρο σε αγώνα μέχρι θανάτου. Η απόφαση για το ποιος θα νικούσε στον καυγά στοίχισε στον Λεοπόλδο πολλές ανελέητα άγρυπνες νύκτες, καθώς το έργο του διέτρεχε τον κίνδυνο να αξιολογηθεί συμβολικά πιο πολύ, από έναν μη δεινό αναγνώστη. Αν αυτό συνέβαινε, η ευθύνη του συγγραφέα θα απέβαινε ανυπολόγιστη. Αν ο σκύλος έβγαινε νικητής, θα μεταφραζόταν ενδεικτικά ότι η ζωή στις πόλεις δεν μείωνε την αξία, τη δύναμη, την επιθυμία του αγώνα ούτε την ενεργητικότητα των ζωντανών όντων ενώπιον του κινδύνου. Αν αντιθέτως, ο ακανθόχοιρος υπερτερούσε, εύκολα θα σκέφτονταν (πανηγυρικά και λανθασμένα) πως το διήγημά του εσώκλειε, κατά βάθος, μια πικρή κριτική στον Πολιτισμό και την Πρόοδο. Και τότε, σε τι κατέληγε η Επιστήμη; Σε τι, οι σιδηρόδρομοι, το θέατρο, τα μουσεία, τα βιβλία και η μόρφωση; Στην πρώτη περίπτωση θα σκέφτονταν δικαιολογημένα ότι υπεραμυνόταν μιας ζωής σούπερ πολιτισμένης, απομακρυσμένη παντελώς από την Μητέρα Γη, πράγμα που ήταν εφικτό να θεωρηθεί, χωρίς αυτήν την επαφή, ενώ ο θρίαμβος του σκύλου το φώναζε ουρλιάζοντας. Μία έμμεση λύση θα ήταν δέσμευση για αυτό το νόημα. Κι ωστόσο, ο θεός ήξερε καλά, τίποτε δεν γλιτώνει από τη σκέψη του. Ήδη έβλεπε τις ανελέητες κριτικές στις εφημερίδες: «Ο Λεοπόλδος Ραλόν, ο υπερπολίτιστος έχει γράψει ένα διήγημα που αποπειράται επιτηδευμένα και δοκησίσοφα να....να...κλπ.». Από την άλλη πλευρά, αν ο ακανθόχοιρος λογάριαζε το σκύλο, αρκετοί θα υπέθεταν πως επρόκειτο για ένα άγριο ζώο, δασύτριχο, ικανό να ρίξει καταγής τα χ χρόνια της ανθρώπινης προσπάθειας για μια ζωή πιο άνετη, πιο εύκολη και πολιτισμένη, πιο πνευματική εν τέλει. Για μήνες αυτό το δίλημμα του απορρόφησε όλον τον καιρό. Ολόκληρες νύχτες ο Λεοπόλδος στριφογύριζε άυπνος στο κρεβάτι του, ψάχνοντας το φως. Οι φίλοι του, τον έβλεπαν ανήσυχο, πιο σακουλιασμένο και χλωμό από ποτέ. Οι πιο κοντινοί του, του συνέστησαν να δει ένα γιατρό, να πάρει μια ανάπαυλα. Αλλά όπως και σε άλλες περιπτώσεις (στο διήγημα του διαπλανητικού αεροπλάνου, στο άλλο με την κυρία που κάτω από ένα φανάρι, στη μέση παγερού ψύχους, έπρεπε να βγάλει το ψωμί της για τα άτυχα παιδιά της) ο Λεοπόλδος τους καθησύχασε με το ιδιαίτερο αποθαρρυντικό ύφος του: «Γράφω ένα διήγημα. Δεν είναι τίποτα». Εκείνοι, είναι αλήθεια, χάρηκαν πολύ που είδαν ένα από τούτα τα διηγήματα να τελειώνει. Αλλά ο Λεοπόλδος δεν τα εξέθετε. Ήταν ακραία σεμνότυφος. Δεν τον απασχολούσε η δόξα τον Λεοπόλδο. Μια μέρα είδε το όνομά του στην εφημερίδα: «Ο συγγραφέας Λεοπόλδος Ραλόν θα δημοσιεύσει συντόμως βιβλίο με διηγήματά του». Μόνο αυτές οι λέξεις, στη μέση της εκτυφλωτικής είδησης ότι ένας αρτίστας του σινεμά είχε σπάσει το πόδι κι ότι μια χορεύτρια είχε καταρράκτη. Αλλά ούτε και αυτή η σαφής αναγνώριση στην ευστροφία του, έκανε το Λεοπόλδο να επαίρεται. Αψηφούσε τόσο τη δόξα που, γενικά, ούτε καν τελείωνε τα έργα του. Υπήρχαν φορές, ακόμη, που δεν έμπαινε καν στον κόπο να τα αρχίσει. Και μετά, ούτε λόγος περί βιασύνης. Είχε ακούσει ή διαβάσει πως ο Τζόυς κι ο Προυστ διόρθωναν πολύ. Για αυτό σε όλα τα δημιουργήματά του, συνήθιζε να αφήνει μια λεπτομέρεια ανοιχτή, μια απόχρωση να εκκρεμεί. Ποτέ κανείς δεν ήξερε πότε θα έβαζε τελεία. Το ταλέντο έκανε κύκλους φήμης κάθε επτά χρόνια. Πόσες φορές χρειαζόταν να περάσουν εβδομάδες και μήνες προτού η σωστή λέξη να μπει ερχόμενη -λες κι από μόνη της- στη σωστή θέση, στο μοναδικό και αναντικατάστατο μέρος!

            Όταν λοιπόν ο Λεοπόλδος μπόρεσε να λυτρωθεί από το θάνατο του σκύλου (στο τέλος, επίσης είχε ισχυρούς λόγους περί αυτού), επέλεξε, τελικά, το θρίαμβό του. Εξετάζοντάς το καλά, αν ο ίδιος έγραφε τα έργα του με μια πένα που δεν έχυνε μελάνι στα αεροπλάνα, αν μόνο με το να δώσει μερικές στροφές σε ένα δίσκο, μπορούσε να επικοινωνήσει διά τριών χιλιάδων βουνών και κοιλάδων με έναν αγαπημένο φίλο, αν με μια απλή εντολή του, το έργο κάποιου άλλου, γραμμένο σε κέρινες τάβλες δυο χιλιάδες χρόνια πριν, μπορούσε να φτάσει στα χέρια του, και όλα αυτά του φαίνονταν τέλεια, υπήρξε μια στιγμή που του έγινε ξεκάθαρο ότι ο σκύλος έπρεπε να θριαμβεύσει. «Ναι, αγαπημένο και καλοσυνάτο ζώο-σκέφτηκε ο Λεοπόλδος-, αναπόφευκτα θριαμβεύεις. Σου το διαβεβαιώνω εγώ πως θα θριαμβεύσεις». Και ο σκύλος ήταν έτοιμος για το θρίαμβο. Όταν ο Λεοπόλδος τελείωνε την ανάγνωση του βιβλίου του Κατς, ο σκύλος θα θριάμβευε οριστικά.

            Παρά ταύτα, όταν ο Λεοπόλδος έφτασε σε αυτήν την τολμηρή απόφαση, τον περιέλουσε μια απρόσμενη δυσκολία: ποτέ του δεν είχε δει ακανθόχοιρο.

            Επομένως, παρατήρησε πως έπρεπε να ψάξει υλικό για τους ακανθόχοιρους. Πίστευε αναγκαία ότι ένας ακανθόχοιρος ήταν ο αντίπαλος του σκύλου του. Ήταν πιο πρόσφορο σε ιδέες. Η λεπτομέρεια ότι αυτό το μοναδικό ζώο ήταν οπλισμένο με αγκάθια, τον έθελξε από την πρώτη στιγμή. Ο ακανθόχοιρος που εκσφενδονίζει τα βέλη του, του έδινε την ευκαιρία να αναφερθεί, επιγραμματικά, στις ανθρώπινες κοινωνίες, αίσια πια σχεδόν αφανισμένες, καθώς για χιλιετίες χρησιμοποιούσαν τα βέλη για να πολεμούν. Δίχως να το υπολογίσουν, ξεδιπλώνοντας σαφή επιδεξιότητα, μπορούσε να βρεθεί τρόπος να γίνει μια ασαφής νύξη σε κείνη την μεγαλόπρεπη απάντηση του: «ποιος ήταν; Να τον συμβουλευτείς», σε κείνη την αλαζονική απάντηση του χ μπροστά στην απειλή του εχθρού να καλύψει τον ήλιο με τα βέλη του: «Καλύτερα. Θα παλέψουμε υπό σκιά». Του ήταν προφανές, επιπλέον, ότι αν ο αντίπαλος του σκύλου ήταν ένα λιοντάρι (μιας κι αυτό το ζώο ήταν πιο πλούσιο σε ιστορικολογοτεχνικές αναφορές), η νίκη του πρώτου κατέληγε ελαφρώς πιο προβληματική. Είναι βέβαιο ότι είχε δει λιοντάρι στο ζωολογικό. Αλλά ένα λιοντάρι, τελικά, δεν χρησίμευε. Τα φίδια μπορούσαν να είναι χρήσιμα, αλλά υπόκεινταν σε θεολογικούς συσχετισμούς που καθίστατο αναγκαίο να αποφευχτούν σε ένα διήγημα όπως αυτό που σκόπευε να κάνει. Αρκετά πια είχε να κάνει με το πρόβλημα πόλης-εξοχής. Κι ούτε σκέψη για αράχνη ή οποιονδήποτε άλλο δηλητηριώδη κοριό. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός σε αυτήν την περίπτωση θα αποδυνάμωνε το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επαληθευόταν ότι έπρεπε να είναι ένας ακανθόχοιρος. Στον ακανθόχοιρο οι πιθανότητες της ήττας, μην υπολογίζοντας «την πάλη υπό σκιά», ήταν πιο πολυάριθμες και εφικτές.

            Ο Λεοπόλδος υπέφερε μία απογοήτευση μαθαίνοντας από το βιβλίο ότι οι σκύλοι ήταν λιγότερο έξυπνοι από ό,τι η κοινή γνώμη των ανθρώπων φαντάζεται. Αληθεύει πως η ανάπτυξη των ενστίκτων τους ήταν εκπληκτική, σχεδόν τόσο εκθαμβωτική όπως η αντίστοιχη των αλόγων, που είναι ικανά, με λίγη πρακτική, να λύσουν μαθηματικά προβλήματα. Αλλά περί εξυπνάδας, κύριοι, αυτό που ονομάζεται εξυπνάδα, τίποτα, απολύτως τίποτα. Ως εκ τούτου, έπρεπε ο ήρωάς του να θριαμβεύσει σύμφωνα με αυτό που η επιστήμη υπαγόρευε, κι όχι σύμφωνα με τα σχέδιά του και στη φόρμα που αυτός θα ήθελε. Σκέφτηκε μετά λύπης του ότι το κακόμοιρο παρενοχλημένο ζώο ήταν ικανό να δαγκώσει στο σβέρκο ένα αγριογούρουνο, αλλά ποτέ, ούτε αμυδρά, να σηκώσει μια πέτρα από το έδαφος και να τη ρίξει στο κεφάλι του εχθρού του (κράτησε μία σημείωση). Και, ωστόσο, ο τρόπος του να εξιλεώνεται όταν ένιωθαν άρρωστοι, δεν υποδείκνυε μια έξυπνη πράξη; Πόσοι γνωστοί του ήταν ικανοί για μια ανάλογη πράξη; Θυμήθηκε το μηχανικό. Μπορούσε να γράψει ένα διήγημα. Όλη του η εφηβεία, αν εξεταζόταν καλά, ήταν ολόγιομη από εξαίρετα θέματα για διηγήματα.

            Στο τραπέζι, πλάι στο γιατρό, καθόταν ο μηχανικός. Σε αντίθεση με τον «νομικάριο», δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Από τον τρόπο του να μένει σιωπηλός, μυστηρίου μη εξαιρουμένου, μπορούσε να επωφεληθεί μέχρι και για ένα καλό διήγημα. Η ιστορία μπορούσε να αρχίζει έτσι, εντελώς φυσικά:

«Ένα ζεστό μεσημέρι, όταν αρχίζαμε να τρώμε, είδαμε για πρώτη φορά το μηχανικό. Βλέποντάς τον, ποιος θα σκεφτόταν ότι υπέθαλπε έναν εγκληματία; Θυμάμαι ότι όλα ξεκίνησαν όταν ο γιατρός, με τη συνήθη φροντίδα του, αποκάλυψε στο μηχανικό ότι το χρώμα των ματιών του, τον ανησυχούσε κάπως:

»- Δεν θα ήθελα να σας ανησυχήσω, πάνε δυο μέρες που μας τιμάτε με την παρουσία σας σε αυτό το σπίτι. Με κανένα τρόπο. Αλλά, μετά, θα το είχα μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου, ως φίλος κι ως επαγγελματίας, να μη σας προειδοποιήσω εγκαίρως για την ασθένεια που μαντεύω απ’ τα κουρασμένα μάτια σας. Επιτρέψτε μου, κύριε, να σας πω ότι το συκώτι σας δεν λειτουργεί σωστά».

            Και θα άφηνε το διάλογο για να χειριστεί σχολαστικά τις διαφορετικές φάσεις μίσους που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο. Ο γιατρός δεν μπορούσε να συγχωρήσει στο μηχανικό ότι ο τελευταίος ποτέ του δεν φοβήθηκε μήτε του ζήτησε συνταγή για κάτι. Ασυγχώρητο ήταν πως αν αρρώσταινε, ο μηχανικός έκανε σαν τους σκύλους: σταματούσε να τρώει. Κι επίσης, πήγαινε αυτοπροσώπως στο φαρμακείο, ζητούσε ένα καθαρτικό και το έπαιρνε χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν και χωρίς κανείς να το μάθει, αν εξαιρέσουμε τους τακτικούς κι αθόρυβους νυχτερινούς περιπάτους του στους διαδρόμους. «Τι θαυμάσιο, τι καλό διήγημα!», παρατήρησε ο Λεοπόλδος. Κι είδε σαν να κρατούσε από χτες, το μίσος του γιατρού για το μηχανικό και πώς εκείνο προμήνυε ενοχλητικά συχνά τον επικείμενο θάνατο του δεύτερου χωρίς να φαντάζεται ότι το τέλος του πλησιάζει.

            Κι έπειτα, ο μηχανικός ζούσε χωμένος σε ένα δωμάτιο, όπου σχεδίαζε ακούραστα (κι από όπου σίγουρα πάθαινε τον οπτικό ερεθισμό) ένα υπόγειο τούνελ για το κανάλι της Μάγχης κι ένα υπόγειο κανάλι για τον ισθμό στο Τεχουαντεπέκ. Για το τέλος συνοπτικά, θα άφηνε να περάσει ο καιρός για να τους συναθροίσει όλους σε μια αίθουσα, με πρόσχημα μια οικογενειακή γιορτή. Γιατρός και μηχανικός, αμφότεροι καθυστερούσαν. Έπειτα, απλά, θα περιέγραφε πώς είχαν συναντήσει αυτόν τον τελευταίο, στο δωμάτιό του, με ένα στιλέτο αιμοσταγές ανά χειρός, και παρατηρώντας επίμονα (όπως μια κότα υπνωτισμένη, σημείωσε), το πτώμα του εχθρού μπρούμυτα, πάνω σε μια ανατριχιαστικά κατακόκκινη λίμνη αίματος.

            Δυστυχώς ο Λεοπόλδος δεν μπορούσε να δώσει λύση στο διήγημά του, κάνοντας το σκύλο να εξαγνιστεί από καθαρό ένστικτο, ή νικώντας με μπουνιές τον ακανθόχοιρο. Ο σκύλος του έχαιρε άκρας υγείας δοκιμασμένα. Το πρόβλημα ήταν στο να τον κάνει να καυγαδίσει χωρίς περισσότερα όπλα από τα δικά του. Να τον θέσει την κρίσιμη στιγμή στον αγώνα θανάτου με ένα ζώο που θα αντίκρυζε για πρώτη φορά. Αυτό τον κατέβαλε και του προξένησε τη συνηθισμένη κατάθλιψη. Σε κάθε βήμα τράκαρε πάνω σε δυσκολίες, σχεδόν αδύνατο να νικηθούν, σε φοβερά εμπόδια που τον εμπόδιζαν να εκτελέσει με επιτυχία το διήγημά του. Είχε προσφύγει σε αμέτρητες βιβλιοθήκες ψάχνοντας υλικό για τους σκύλους. Και τώρα που θεωρούσε ότι ήταν καλά πληροφορημένος, έβλεπε ότι δεν γνώριζε τίποτε σχεδόν σχετικά με τους ακανθόχοιρους. Ποτέ δεν θα είχε τέλος. Σήμερα μια αμφιβολία, αύριο ένας νέος ενδοιασμός. Έπρεπε εκ νέου να επιχειρήσει μια πρόσφορη έρευνα για να διεισδύσει στις συνήθειες ενός ακανθόχοιρου: στον τρόπο ζωής του, στα ένστικτά του, αν δύναται να νικήσει ένα σκύλο ή αν πάντα υποτάσσεται στις σκυλίσιες δαγκωνιές, και στο μέγιστο ή ελάχιστο δείκτη ευφυΐας. Χωρίς να το θέλει, είχε αμφιβολίες αν αυτό το θέμα, όπως συνέβαινε σε άλλες περιπτώσεις, δεν είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από άλλους διηγηματογράφους, πράγμα που μεμιάς θα ακύρωνε τις προσπάθειες των τόσων ετών του. Αλλά παρηγορήθηκε στην ιδέα πως ακόμη και αν αυτό το διήγημα είχε ήδη γραφτεί, τίποτε δεν τον εμπόδιζε να το ξαναγράψει, όπως έκαναν ο Σαίξπηρ ή ο Λεόν Φελίπε, οι οποίοι -όπως όλοι γνωρίζουν- έπαιρναν θέματα από άλλους συγγραφείς, τα ξαναέφτιαχναν, τους εμφυσούσαν την προσωπική ανάσα τους, και τα μετέτρεπαν σε τραγωδίες πρώτης τάξεως. Θεώρησε ότι, όπως και να ‘χει, είχε προχωρήσει ήδη πάρα πολύ, για να τα παρατήσει τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια συνεχούς εργασίας. Δεν πάει πολύς καιρός που είχε διαπιστώσει, με πίκρα, οι γείτονές του να ανταλλάσσουν ματιές με νόημα, κάθε φορά που ανακοίνωνε ότι έγραφε ένα διήγημα. Κιόλας θα έβλεπαν εκείνοι ότι δεν θα το έγραφε. Και άδικο θα είχαν; Κοκκίνισε. Χωρίς να το καταλάβει, βήμα με το βήμα, είχε μπει σε ένα λαβύρινθο ενδείξεων, για το οποίο ήταν πλήρως γνώστης, αναγκαία θα έπρεπε να βγει αν δεν ήθελε να αποτρελαθεί. Κι ο καλύτερος τρόπος διαφυγής ήταν να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, να γράψει κάτι, ο,τιδήποτε θα δικαιολογούσε τους μαύρους κύκλους, την ωχρότητα και τις ειδήσεις του για ένα έργο που πάντα ήταν επικείμενο κι έτοιμο να τελειώσει. Ήταν αδύνατο ύστερα από όλα να πει τελικά ατάραχος: «Λοιπόν εντάξει, απορρίπτω το γράψιμο. Δεν είμαι συγγραφέας. Είναι κάτι παραπάνω, δεν επιθυμώ να είμαι». Από την άλλη, είχε μια δέσμευση απέναντι στον εαυτό του, κι ήταν αμετάκλητο να αποδείξει στον Λεοπόλδο Ραλόν ότι η κλίση του δεν ήταν λανθασμένη, ότι ναι, ήταν συγγραφέας κι αυτό ήταν κάτι παραπάνω, ότι ναι, ήθελε να είναι. Τότε ήταν που για πρώτη φορά σκέφτηκε να χειριστεί τη φόρμα με την οποία καθόρισε την είσοδό του στην λογοτεχνική δημοκρατία. Είχε απαντήσει στο ημερολόγιό του και διαβάσει:

 

«Τρίτη 12

»Σήμερα σηκώθηκα νωρίς, αλλά δεν μου συνέβη τίποτα.

 

»Τετάρτη 13

 

»Χτες κοιμήθηκα όλη νύχτα. Όταν σηκώθηκα, έβρεχε κι έτσι δεν έχω περιπέτειες να αφηγηθώ στο αγαπημένο μου ημερολόγιο. Μόνο ότι καθώς στις επτά σημειώθηκε σεισμός, όλοι βγήκαμε στο δρόμο τρέχοντας, αλλά καθώς και σήμερα έβρεχε, βραχήκαμε κάπως. Τώρα, αγαπημένο ημερολόγιο, τα λέμε μέχρι αύριο το πρωί.

   

»Παρασκευή 15

 

»Χτες ξέχασα να σημειώσω τις περιπέτειές μου, αλλά αφού δεν είχα καμία, δεν πειράζει. Μακάρι αύριο να αποκτήσω τα πενήντα σεντς, γιατί θέλω να δω μια ταινία που λένε ότι είναι πολύ χαριτωμένη κι ο ληστής πεθαίνει τελικά καληνύχτα.

 

»Σάββατο 16

 

»Σήμερα το πρωί βγήκα με ένα βιβλίο στη μασχάλη για να το πουλήσω, να δω αν θα έπιανα τα πενήντα σεντς. Περπάταγα όταν με συνάντησε ο δον Υάκινθος, ο κύριος που ζει εδώ, και με έκανε να ντραπώ πολύ γιατί αυτός διαβάζει πολύ, αυτό ναι θα το βάλω γιατί είναι μια περιπέτεια, όταν με είδε με το βιβλίο, μου είπε πόσο του αρέσει η λογοτεχνία. Κι εγώ καταντράπηκα κι είπα «ναι». Οπότε συνέχισε να με ρωτά κι εγώ να του απαντώ. Και σας αρέσει να γράφετε, φίλε μου; Εγώ του είπα πως όλον τον καιρό γράφω. Ποιήματα ή διηγήματα. Διηγήματα. Θα μου άρεσε να δω μερικά. Όμως, όχι, είναι πολύ χάλια, ακόμη τώρα ξεκινώ. Σταματήστε να είστε μετριόφρων, έχω διακρίνει σε εσάς πολύ ταλέντο κι εδώ και πολύ καιρό το βλέπω πως γράφετε πολύ. Εγώ δεν του είπα παρά μόνο λιγάκι. Πότε θα μου δείξετε ένα; Όταν τελειώσω αυτό που κάνω. Πρέπει να είναι πολύ χαριτωμένο. Είναι κάπως έτσι κι έτσι. «Σήμερα κιόλας θα σας διηγηθώ σε όλους στο τραπέζι πως μεταξύ μας υπάρχει ένας μεγάλος άγνωστος συγγραφέας» κι εγώ ντράπηκα πολύ κι είπα ναι. Αύριο θα αρχίσω να γράφω ένα διήγημα, εύκολο είναι, μόνο πρέπει να φανταστώ ένα πράγμα και να το γράψω. Δεν μπόρεσα να δω την ταινία αλλά μου την είπε ο Χουάν όλη από τη μέση, επειδή έφτασε αργά, μου είπε ότι τον ληστή στο τέλος τον σκοτώνουν. Καλύτερα να σβήσω ό,τι έγραψα σήμερα, καθώς αυτό δεν είναι περιπέτεια, σήμερα δεν μου συνέβη καμία περιπέτεια».

 

            Έτσι γεννήθηκε η κλίση του για συγγραφέας. Μέχρι εκείνη την ημέρα, κρατούσε σημειώσεις όλην την ώρα, ύφαινε κινηματογραφικά θέματα, θεατρικά έργα, αστυνομικά μυθιστορήματα και νουβέλες μυστηρίου, αγάπης ή επιστημονικού είδους. Σε πρώτο πρόσωπο, σε πλάγιο λόγο, σε επιστολική μορφή ή ημερολογίου, με ή άνευ διαλόγου. Διηγήματα τρομακτικά που βρέθηκαν μέσα σε ένα μπουκάλι σε μια παραλία. Διηγήματα, άλλοτε, ευγενείς περιγραφές πόλεων και συνηθειών. Αλλά η στιγμή για να πιάσει την πένα απομακρυνόταν καθώς τα χρόνια περνούσαν. Κατέγραφε στοιχεία και θέματα. Παρατηρούσε και σκεπτόταν εμβριθώς παντού και πάντα. Αλλά η αλήθεια είναι πως παρά την αναμφίβολη κλίση του, δεν έγραφε σχεδόν τίποτα. Ποτέ δεν έμενε ευχαριστημένος και δεν τολμούσε να βάλει τελεία σε κανένα έργο. Όχι, δεν έπρεπε να βιαστεί. Μεταξύ των φίλων του, η φήμη του συγγραφέα, του ήταν αδιαμφισβήτητη. Αυτό τον ανακούφιζε. Μια τυχαία μέρα θα τους εξέπληττε όλους με το αριστούργημα που περίμεναν από αυτόν. Η γυναίκα του τον είχε παντρευτεί, γοητευμένη εν μέρει από τη φήμη του. Ποτέ από τον σύζυγό της δεν είδε κάτι να δημοσιεύεται κάπου. Όμως, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο,  εκείνη διαπίστωνε το ολόγιομο κουτί από κάρτες, λες και κάθε στιγμή γέμιζε την πένα με γαλάζιο μελάνι έμπνευσης, λες κι η φαντασία του ήταν πάντα άγρυπνη, λες και το κάθε πράγμα, και το πιο ασήμαντο, του έλεγε πως μπορούσε να γράψει ένα διήγημα.

            Το να αποδείξει στον εαυτό του ότι πράγματι ήταν συγγραφέας, έκανε το Λεοπόλδο μια μέρα να αρχίσει ένα διήγημα. Κάποιο πρωί, αφότου είχε αφήσει το υποσυνείδητό του να εργάζεται ολονυκτί, τον Λεοπόλδο βρήκε το ξημέρωμα με έμπνευση. Του πέρασε από το μυαλό ότι ο αγώνας ενός σκύλου με έναν ακανθόχοιρο ήταν ένα θαυμάσιο θέμα. Ο Λεοπόλδος δεν το άφησε να φύγει κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Ευθύς αμέσως είδε ξεκάθαρα ότι ήταν πολύ πιο εύκολο να βρει τα θέματα από το να τα αναπτύξει και να τους δώσει φόρμα. Οπότε κατέληξε ότι του έλειπε η κουλτούρα και βάλθηκε να διαβάζει μετά μανίας ό,τι έπεφτε στα χέρια του, κυρίως όμως όσα αναφέρονταν σε σκύλους. Λίγο καιρό μετά ένιωσε σε γενικές γραμμές σίγουρος. Ετοίμασε μια καλή ποσότητα χαρτιού, διέταξε σιγή σε όλο το σπίτι, φόρεσε ένα γείσο πράσινο για να προφυλάξει τα μάτια από τον επιβλαβή ηλεκτρισμό, καθάρισε την πένα του, τακτοποιήθηκε στην καρέκλα όσο καλύτερα μπορούσε, δάγκωσε τα νύχια, παρατήρησε με νόημα ένα μέρος του ανέφελου ουρανού και αργά, ενώ τον διέκοπταν μόνο οι κτύποι της ολότελα συγκινημένης καρδιάς του, έγραψε:

«Μια φορά ήταν ένας σκύλος πολύ χαριτωμένος που ζούσε σε ένα σπίτι. Ήταν από φίνα ράτσα, κι ως τέτοιος, αρκετά παιδάκι. Ο αφέντης του ήταν ένας κύριος πολύ πλούσιος με ένα όμορφο δαχτυλίδι στο μικρό δαχτυλάκι που είχε ένα εξοχικό αλλά μια μέρα του ήρθε η όρεξη να περάσει μερικές μέρες στην εξοχή για να αναπνεύσει καθαρό αέρα, εφόσον ένιωθε άρρωστος, εργαζόταν πολύ στις συναλλαγές σε σχέση με τα τελάρα, εξ’ ου και μπορούσε να αγοράζει καλά δαχτυλίδια κι επίσης να πηγαίνει στην εξοχή, οπότε σκέφτηκε πως έπρεπε να φέρει το σκύλο, καθώς σίγουρα δεν τον πρόσεχε η υπηρέτρια, τον παραμελούσε και το σκυλάκι υπέφερε αφού είχε μάθει να το προσέχουν στα όπα όπα. Όταν έφτασε στην εξοχή πάντα με τον καλύτερό του φίλο που ήταν το σκυλάκι, διότι ήταν χήρος, τα λουλούδια ήταν πολύ όμορφα, διότι ήταν άνοιξη κι αυτόν τον καιρό τα λουλούδια είναι πολύ όμορφα, διότι είναι η εποχή τους».

            Ο Λεοπόλδος δεν υστερούσε σε κριτική ματιά. Κατάλαβε πως το ύφος του δεν ήταν πολύ καλό. Την επόμενη μέρα αγόρασε μια ρητορική και μία γραμματική Μπέλο Κουέρβο. Αμφότερα τον μπέρδεψαν περισσότερο. Έδειχναν πως να γράφεις καλά. Αλλά κανένα δεν έδειχνε πώς να μη γράφεις άσχημα.

            Παραταύτα, ένα χρόνο αργότερα, χωρίς ιδιαίτερες προετοιμασίες, ήταν σε κατάσταση να γράψει:

            »Ο σκύλος είναι ένα ζώο όμορφο κι ευγενές. Ο άνθρωπος δεν υπολογίζεται καλύτερος φίλος ούτε μεταξύ ανθρώπων, όπου φυτρώνουν η απιστία και η αχαριστία. Σε ένα κομψό αρχοντικό καλής τοποθεσίας της πυκνοκατοικημένης πόλης ζούσε ένας σκύλος αλήτης. Από φίνα ράτσα, ήταν αρκετά μικρός, ωστόσο δυνατός και με πυγμή που έφτανε ως τα άκρα. Ο αφέντης αυτού του γενναιόδωρου ζώου, καβαλιέρος πλούσιος και ευκατάστατος, είχε ένα εξοχικό. Κουρασμένος από τις ποικίλλες και σπουδαίες ασχολίες του, μια μέρα αποφάσισε να περάσει μια περίοδο στην υπαίθρια εξοχική κατοικία του. Πιότερο ανήσυχος για την μεταχείριση που ο σκύλος μπορούσε να έχει εν τη απουσία του από το αχαλίνωτο υπηρετικό προσωπικό, ο καλοσυνάτος κι εύπορος βιομήχανος πήρε μαζί του το ευγνώμον σκυλάκι. Ναι, φοβόταν πως οι άξεστοι υπηρέτες θα το έκαναν να υποφέρει από την νωθρότητα και την ατημελησία τους.

            »Η εξοχή, την άνοιξη, είναι πολύ ωραία. Αυτή τη γλυκιά εποχή αφθονούν τα πολύχρωμα λουλούδια από τα εκθαμβωτικά ανθηρά στεφάνια που εκστασιάζουν τη θέα του προσκυνητή από τη σκόνη που τράβηξε. Και το μελίρρυτο τιτίβισμα των χαρωπών και σίγουρων πουλιών είναι μια γιορτή για τα φινετσάτα αυτιά του διψασμένου ταξιδιώτη. Φάμπιο, τι ωραία που είναι η εξοχή την άνοιξη!».

            Ρητορική και γραμματική δέσποζαν.

            Μόλις πέρασε αυτό το σπουδαίο σημείο, ο Λεοπόλδος έφτασε ως τη στιγμή που το όμορφο και ευγενές ζώο έπρεπε να αντιμετωπίσει τον ακανθόχοιρο. Για όλο αυτό είχε παραπάνω από εκατόν τριάντα δύο κόλλες γεμάτες από τα σταθερά και καθαρά του γράμματα. Από αυτές, είναι βέβαιο πως είχε θυσιάσει καμιά πενήντα τρεις. Φιλοδοξούσε το έργο του να είναι τέλειο. Επιθυμία του ήταν να περιλάβει τα πάντα με εκείνο το απλό θέμα. Οι εικασίες του για το χρόνο και το χώρο δεν του πήραν πάνω από έξι μήνες μελέτης. Οι παρατεταμένες εκτροπές του για το ποιος ήταν ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ο σκύλος ή το άλογο, για τη ζωή στην εξοχή και τη ζωή στις πόλεις, για την υγεία του σώματος και την υγεία της ψυχής (χωρίς να υπολογιστεί η καινοφανής μετάφραση του αφορισμού νους υγιής εν σώματι υγιεί), για το θεό και για τους εκπαιδευμένους σκύλους, για τα ουρλιαχτά των σκύλων στο φεγγάρι, το κόρτε των ζώων, τα έλκυθρα και το Διογένη, τον Ριν Τιν Τιν και την εποχή του (το σκύλο που ανέβαινε τις εξαίσιες κορφές της τέχνης), για τους μύθους και σε ποιον ανήκουν, στην πραγματικότητα, οι μύθοι του Αισώπου, με τις αναρίθμητες παραλλαγές που αυτό το όνομα έχει υποστεί στα ισπανικά, του πήρε πάνω από δύο χρόνια καρποφόρου μόχθου. Είχε τη λαχτάρα να κάνει το έργο του ένα διακριτικό μείγμα από Μόμπι Ντικ, Την Ανθρώπινη Κωμωδία, και Στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου.

            Από αυτόν ήδη είχαν περάσει μερικοί μήνες.

            Την εποχή που τον συναντήσαμε, είχε αλλάξει εμφάνιση. Τώρα ετοιμαζόταν για τη σύνθεση. Για ποιο λόγο να γράφουμε τόσο, αν όλα, απολύτως όλα, μπορούν να εκφραστούν στην εγκράτεια μιας κόλλας; Πεπεισμένος για αυτήν την αλήθεια, έσβηνε και ξανάσβηνε βιαστικά κι ανελέητα με όλη του την πίστη στη νέα καλλιτεχνική του ροπή, και συχνά, με ένα εκλεκτό πνεύμα θυσίας.

            Την ημέρα που τον έχουμε δει να μπαίνει στη βιβλιοθήκη, το έργο του, αξιόλογα μειωμένο, βρισκόταν, μια λέξη πάνω κάτω, στην ακόλουθη κατάσταση:

            «Ήταν ένας καλός σκύλος. Μικρός, χαρωπός. Μια μέρα βρέθηκε σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν το δικό του: στην εξοχή. Κάποιο πρωί, ένας ακανθόχοιρος...».

            Ο Λεοπόλδος έκλεισε το βιβλίο του Κατς, όπου δεν βρήκε τίποτε αναφορικά με τους ακανθόχοιρους. Ζήτησε κάποια έργα που τους μελετούσαν. Όμως, τον ενημέρωσαν πως, άδικα, είχαν γραφτεί πολύ ελάχιστα για αυτούς. Έτσι, για την ώρα, έπρεπε να συμβιβαστεί με τις επισφαλείς σημειώσεις που παρέχει το λεξικό Μικρό Λαρούς εικονογραφημένο:

 

 

            «Χοίρος (λατ. Porcus). Χοίρος, παχύδερμο θηλαστικό, κατοικίδιο. // Συμβ. Άνθρωπος βρόμικος και άξεστος: Συμπεριφέρεται σαν γουρούνι. // Ακανθόχοιρος, θηλαστικό τρωκτικό της βορείου Αφρικής, που έχει το δέρμα καλυμμένο από αγκάθια: ο ακανθόχοιρος είναι αβλαβής, νυκτερινός, και τρέφεται με ρίζες και φρούτα.// Αμερ. Το κοεντού// παρ. Σε κάθε γουρούνι φτάνει ο Σαν Μαρτίν του: σε όλον τον κόσμο φτάνει η ώρα του πόνου. Στο πιο ποταπό γουρούνι το καλύτερο βελανίδι: πολλές φορές έχουν τύχη αυτοί που δεν την αξίζουν. // Το γουρούνι είναι ένα ζώο πολύτιμο: όλα τα μέρη του σώματός του τρώγονται. Το κρέας του, που πρέπει να φαγωθεί πάντοτε μαγειρεμένο, διατηρείται στο αλάτι. Το λίπος, προσκολλημένο στο δέρμα, σχηματίζει το λαρδί. Λιωμένο και διατηρημένο, συγκροτεί το ζωικό λίπος του χοίρου. Οι τρίχες του ζώου χρησιμεύουν στις φάμπρικες βούρτσας και σκούπας. Η εκτροφή του γουρουνιού είναι εύκολη και γρήγορη, αυτό το ζώο ικανοποιείται με υπολείμματα κάθε είδους, ένεκα έλλειψης βελανιδιών, με κάστανα και πατάτες, στις οποίες τρέφει μεγάλη συμπάθεια».

            -Αύριο-παρατήρησε ο Λεοπόλδος-, αύριο θα κάνω ένα ταξίδι στην εξοχή για να πάρω υλικό.

            Ένα ταξίδι στην εξοχή! Τι όμορφο διήγημα μπορούσε να γράψει.               

 

    traducción en griego Antígona Katsadima                    

 

Augusto Monterroso, Cuentos, Literatura Alianza Editorial, Madrid 2008, p. 54-73.